χριστοφόντης

χριστοφόντης
ὁ, Α
εκκλ. χριστοφόνος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + -φόντης (< θείνω «φονεύω», με φωνηεντισμό -ο-, κατ' επίδραση τού φόνος), πρβλ. μητρο-φόντης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”